- γομφοῖς
- γομφόωfasten with boltspres opt act 2nd sgγομφόωfasten with boltspres subj act 2nd sgγομφόωfasten with boltspres ind act 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γόμφοις — γόμφος bolt masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MILESIUS — cognomen Apollinis, cuius et Strabo, et Lactantius l. 4. de vera Sapientia c. 13. meminerunt. Hic consultus aliquando, Utrum Christus homo esset an Deus? respondit: Θνητὸς ἔην κατὰ σάρκα, σοφὸς τερατώδεσιν ἔργοις, Ἀλλ᾿ ὑπὸ Χαλδαίων κριτῶν ὅπλοις… … Hofmann J. Lexicon universale
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek